ὁμοπάτηρ
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
πάτερος, = ὁμοπάτριος (by the same father), GDI 4972 (Crete).
Greek Monolingual
ὁμοπάτηρ, -ερος (Α)
ομοπάτριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + πατήρ.