ομπρελοθήκη

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source

Greek Monolingual

και ομβρελλοθήκη, η
1. ειδική θήκη για τοποθέτηση τών ομπρελών
2. μικρό έπιπλο όπου τοποθετούνται οι ομπρέλες για να στεγνώσουν.