ομπρελοθήκη
From LSJ
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
Greek Monolingual
και ομβρελλοθήκη, η
1. ειδική θήκη για τοποθέτηση τών ομπρελών
2. μικρό έπιπλο όπου τοποθετούνται οι ομπρέλες για να στεγνώσουν.