ονάλα

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93

Greek Monolingual

ὀνάλα, ἁ (Α)
(θεσσαλικός τ.) ανάλωμα, δαπάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναλῶ (για την πρόθεση ον
βλ. λ. ανα-), πιθ. αναλογικά προς το ουσ. δαπάνη. Στην Αρκαδική, αντίθετα, μαρτυρείται τ. δαπανούμενα, κατά το ἀναλούμενα].