ονειδιστικός

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ὀνειδιστικός, -ἡ, -όν) ονειδιστής
προσβλητικός, υβριστικός, χλευαστικός.
επίρρ...
ονειδιστικώς και -άὀνειδιστικῶς)
με ονειδιστικό τρόπο, υβριστικώς, ταπεινωτικώς.