ονειρώδης

From LSJ

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81

Greek Monolingual

-ῶδες (ΑΜ ὀνειρώδης, -ῶδες) όνειρος
αυτός που μοιάζει με όνειρο, ονειρικός
νεοελλ.
ωραιότατος, θεσπέσιος, εξαίσιος.
επίρρ...
ονειρωδώς
με ονειρώδη τρόπο, ονειρευτά.