οξυηχής

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source

Greek Monolingual

ὀξυηχής, -ές (Α)
οξύηχος, αυτός που ηχεί οξέως, που έχει οξεία φωνή, οξύφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -ηχής (< ἦχος), πβλ. πολυ-ηχής].