τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal
ὀξύφθογγος, -ον (Α)αυτός που έχει διαπεραστικό ήχο, οξύφωνος («ὀξύφθογγον εἶναι μουσικὸν ὄργανον τὴν σαμβύκην», Αθήν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + φθόγγος (πρβλ. καλλίφθογγος)].