ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair
ὀπισθίδιος, -ία, -ον (Α)οπίσθιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄπισθεν + επίθημα -ίδιος (πρβλ. νοσφίδιος)].