οποσάπους

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145

Greek Monolingual

ὁποσάπους, -ουν (Α)
(σε πλάγ. ερώτ.) πόσων ποδών ως προς το μήκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπόσος + πούς, ποδός (πρβλ. οκτάπους)].