οπωριαίος

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source

Greek Monolingual

ὀπωριαῖος, -αία, -ον (Α)
1. φθινοπωρινός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀπωριαῖα
τα φρούτα, τα οπωρικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. ωριαίος)].