οπωροτροφώ

From LSJ

γλῶσσα πολλοὺς εἰς ὄλεθρον ἤγαγεν → Multis hominibus lingua perniciem attulit → Die Zunge brachte viele ins Verderben schon

Menander, Monostichoi, 205

Greek Monolingual

ὀπωροτροφῶ, -έω (Α)
παράγω οπώρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + -τροφῶ (< -τρόφος < τρέφω)].