οπωροτροφώ

From LSJ

Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratioBetrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort

Menander, Monostichoi, 319

Greek Monolingual

ὀπωροτροφῶ, -έω (Α)
παράγω οπώρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + -τροφῶ (< -τρόφος < τρέφω)].