Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
ὀπωροτροφῶ, -έω (Α)παράγω οπώρες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + -τροφῶ (< -τρόφος < τρέφω)].