οπωροφόρος

From LSJ

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ ὀπωροφόρος, -ον)
αυτός που παράγει οπώρες («ὀπωροφόροι κλῶνες», Κ. Μανασσ.)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οπωροφόρα
τα δένδρα που παράγουν εδώδιμους καρπούς και, γενικότερα, καρπούς που έχουν οικονομική σημασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + -φόρος].