ὀπωροφόρος
English (LSJ)
ὀπωροφόρον, bearing fruit, ib.7.321; δένδρα Gp.3.13.4; ὀξόβαφα BGU781 iii 5 (i A. D.).
German (Pape)
[Seite 365] Obst tragend, γῆ, Ep. ad. 650 (VII, 321).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui produit, qui porte des fruits.
Étymologie: ὀπώρα, φέρω.
Russian (Dvoretsky)
ὀπωροφόρος: приносящий плоды, плодоносный (γῆ Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀπωροφόρος: -ον, ὁ φέρων καρπόν, καρποφόρος, Ἀνθολ. Π. 7. 321.
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ ὀπωροφόρος, -ον)
αυτός που παράγει οπώρες («ὀπωροφόροι κλῶνες», Κ. Μανασσ.)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οπωροφόρα
τα δένδρα που παράγουν εδώδιμους καρπούς και, γενικότερα, καρπούς που έχουν οικονομική σημασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + -φόρος].
Greek Monotonic
ὀπωροφόρος: -ον (φέρω), καρποφόρος, αυτός που φέρει καρπό, σε Ανθ.
Middle Liddell
ὀπωρο-φόρος, ον, φέρω
bearing fruit, Anth.
Mantoulidis Etymological
(=καρποφόρος). Σύνθετο ἀπό τό ὀπώρα + φέρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη ὀπώρα.