οραματιστής

From LSJ

ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. οραματίστρια (Α ὁραματιστής) οραματίζομαι
αυτός που βλέπει οράματα, οπτασίες
νεοελλ.
αυτός που έχει οράματα, ευγενή σχέδια, συλλήψεις και πόθους για ένα καλύτερο μέλλον και αγωνίζεται με ζήλο για αυτά.