Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
(Α ὀργιάζω) ὄργια
νεοελλ.
1. ζω έκλυτο βίο, κάνω ανήθικες πράξεις
2. κάνω παράνομες πράξεις
αρχ.
1. τελώ θρησκευτικά όργια («θυσίαις καὶ πομπαῖς ἃς αὐτὸς ὠργίασε καὶ κατέστησε», Πλούτ.)
2. τιμώ ή λατρεύω κάποιον με όργια
3. εισάγω κάποιον στη γνώση τών οργίων.