ορεοφύλαξ

From LSJ

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287

Greek Monolingual

ὀρεοφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
1. φύλακας ορεινών τόπων
2. ερημοφύλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεο- (βλ. λ. όρος [ΙΙ]) + φύλαξ.