ορθολεκτώ

Greek Monolingual

ὀρθολεκτῶ, -έω (ΑΜ)
εκφράζομαι ορθά, μιλώ σωστά, ορθολογώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -λεκτῶ (< -λεκτός < λέγω), πρβλ. καλλιλεκτώ].