καλλιλεκτώ
From LSJ
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
Greek Monolingual
καλλιλεκτῶ, -έω (Α)
μεταχειρίζομαι κομψή και γλαφυρή έκφραση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -λεκτῶ (< -λεκτος < λέγω), πρβλ. κοινολεκτώ, ονειρολεκτώ].