πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
-ή, -ό (Α ὀρθοπνοϊκός, -ή, -όν) ορθόπνοια
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ορθόπνοια
2. αυτός που πάσχει από ορθόπνοια.