ορθοστασία

From LSJ

μικρὰ παρεμπορευσαμέναις τῆς ἀφροδίτης → little love commerce, little divertisements with Aphrodite

Source

Greek Monolingual

η ορθοστατώ
το να στέκεται κανείς όρθιος, η όρθια στάση.