ορθοστασία

From LSJ

ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him

Source

Greek Monolingual

η ορθοστατώ
το να στέκεται κανείς όρθιος, η όρθια στάση.