ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
(Α ὀρθοστατῶ, -έω) ορθοστάτηςείμαι όρθιος, στέκομαι όρθιος.