ορθοστατώ

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source

Greek Monolingual

(Α ὀρθοστατῶ, -έω) ορθοστάτης
είμαι όρθιος, στέκομαι όρθιος.