ορθρεύω

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187

Greek Monolingual

ὀρθρεύω (Α) όρθρος
1. (ενεργ. και μέσ.) ξυπνώ πολύ πρωί
2. επαγρυπνώ, βρίσκομαι σε εγρήγορση.