ορθόστυλος

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
(για οικοδομήματα) αυτός που έχει τους κίονες διατεταγμένους σε ευθεία γραμμή.