ορτσάρισμα

Greek Monolingual

το ορτσάρω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ορτσάρω, η στροφή, η κίνηση του πλοίου προς το ρεύμα του ανέμου ώς τη γωνία πέρα από την οποία τα πανιά παύουν να δέχονται τον άνεμο.