ορφοβότης

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

Greek Monolingual

ὀρφοβότης, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) επίτροπος ορφανών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρφος (βλ. λ. ορφανός) + -βότης (< βόσκω), πρβλ. ιπποβότης].