Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
-ές
1. ο όμοιος με οστό
2. φρ. «οστεοειδής ιστός» — ιστός που μοιάζει με οστίτη ιστό, αλλά δεν είναι τελείως όμοιος με αυτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -ειδής].