Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οστεοθλάστης

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185

Greek Monolingual

ο
ιατρ.
1. συσκευή με την οποία θραύονται ή μερίζονται τα οστά
2. παλαιότερη ονομασία του οστεοκλάστη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + θλῶ «σπάω»].