οστεορρήκτης

From LSJ

κατ' ἐπιταγήν τοῦ αἰωνίου Θεοῦ → by command of the eternal God, by command of God eternal

Source

Greek Monolingual

ο
ιατρ. ο οστεοκλάστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -ρρήκτης (< ῥήγνυμι «σπάω»)].