οστεορραγία

From LSJ

Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt

Menander, Monostichoi, 513

Greek Monolingual

η
ιατρ. αιμορραγία που προκλήθηκε από ρήξη ενός οστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -ρραγία (< -ρραγής < ρήγνυμι «σπάω»), πρβλ. μητρορραγία].