οστρακάριος

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

Greek Monolingual

ὀστρακάριος, ὁ (Μ)
τεχνίτης που κατασκευάζει κεράμινα είδη, κεραμέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον «πήλινο αγγείο» + κατάλ. -άριος (πρβλ. αποθηκάριος)].