ουλαμώνυμος
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
Greek Monolingual
οὐλαμώνυμος, -ον (Α)
(επίθ. για τον Νεοπτόλεμο) αυτός που πήρε το όνομά του από τον ουλαμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐλαμός + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα) με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. θηριώνυμος)].