ουλοτριχώ

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source

Greek Monolingual

οὐλοτριχῶ, -έω (Α) ουλότριχος
έχω σγουρά μαλλιά («τοὺς Ἰνδοὺς μὴ οὐλοτριχεῖν», Στράβ.).