ουρανοπετής

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Greek Monolingual

οὐρανοπετής, -ές (Α)
αυτός που έπεσε από τον ουρανό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + -πετής (< πέτομαι), πρβλ. υψιπετής].