ουρτικώδη

From LSJ

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470

Greek Monolingual

τα
βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τών τροπικών και εύκρατων περιοχών στην οποία ανήκουν πολύ γνωστά φυτά, όπως η συκιά, το αρτόδενδρο, η μουριά, η φτελιά, η τσουκνίδα, ο λυκίσκος, η ινδική κάνναβις κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. urticales (< λατ. urtica «τσουκνίδα»)].