οφθαλμίας

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545

Greek Monolingual

ὀφθαλμίας, ὁ (Α)
1. (για ένα είδος αετού) οξυδερκής
2. είδος ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + επίθημα -ίας (πρβλ. ωμίας)].