οφθαλμίδιο

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source

Greek Monolingual

το (Α ὀφθαλμίδιον) οφθαλμός
(υποκορ. του οφθαλμός) ματάκι
νεοελλ.
εντομολ.
1. απλός οφθαλμός τών εντόμων, σε αντιδιαστολή προς τον σύνθετο
2. στρογγυλή δίχρωμη κηλίδα που βρίσκεται στις πτέρυγες τών εντόμων.