ὀφθαλμίδιον
From LSJ
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
English (LSJ)
[μῐ], τό, Dim. of ὀφθαλμός, Ar.Eq.909.
German (Pape)
[Seite 425] τό, dim. von ὀφθαλμός, Aeuglein, Ar. Equ. 905.
Russian (Dvoretsky)
ὀφθαλμίδιον: (ῐδ) τό глазок Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ὀφθαλμίδιον: (μῐ), τό, ὑποκορ. τοῦ ὀφθαλμός, Ἀριστοφ. Ἱππ. 909.
Greek Monotonic
ὀφθαλμίδιον: [μῐ], τό, υποκορ. του ὀφθαλμός, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ὀφθαλμῐ́διον, ου, τό, [Dim. of ὀφθαλμός, Ar.]