οψημέρα

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source

Greek Monolingual

ὀψημέρα, ἡ (Α)
η εσπέρα, το βράδυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψέ + ημέρα].