οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
ὀψημέρα, ἡ (Α)η εσπέρα, το βράδυ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψέ + ημέρα].