ξύλον ἀγκύλον οὐδέποτ' ὀρθόν → a bent board is never straight
το(ποιητ. τ.) ο πηγεμός («στο πάει και στο έλα»).[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τύπος του γ' προσ. του ρ. πάω αντί της προστ. πήγαινε για μετρ. λόγους (πρβλ. το πηγαινέλα < πήγαινε + έλα)].