Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
το παστώνω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παστώνω, η διατήρηση στο αλάτι ή στην άλμη.