παστώνω

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source

Greek Monolingual

1. παστός (ΙΙ)
τοποθετώ και διατηρώ σε αλάτι ή στην άλμη, κάνω κάτι παστό
2. φρ. «παστώνω στο ξύλο» — δέρνω ανηλεώς.