πέπρακα

From LSJ

τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver

Source

French (Bailly abrégé)

pf. Act. de πιπράσκω.

Greek Monotonic

πέπρᾱκα: παρακ. του πιπράσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέπρακα indic. perf. van πιπράσκω.

Russian (Dvoretsky)

πέπρᾱκα: pf. к πιπράσκω.