τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver
pf. Act. de πιπράσκω.
πέπρᾱκα: παρακ. του πιπράσκω.
πέπρακα indic. perf. van πιπράσκω.
πέπρᾱκα: pf. к πιπράσκω.