πέρνη

From LSJ

γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέρνη Medium diacritics: πέρνη Low diacritics: πέρνη Capitals: ΠΕΡΝΗ
Transliteration A: pérnē Transliteration B: pernē Transliteration C: perni Beta Code: pe/rnh

English (LSJ)

v. πέρνα.

Greek Monolingual

(I)
η, Ν
ζωολ. ελασματοβράγχιο τών θερμών θαλασσών, με παχύ μανδύα και πλατύ ελασματώδες όστρακο.
(II)
ἡ, Α
βλ. πέρνα.