πίνον

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source

Greek Monolingual

τὸ, Α
είδος ποτού που παρασκευαζόταν από κριθή, ο ζύθος, η μπίρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. που μετασχηματίστηκε στην Ελληνική κατά το μοντέλο του πίνω.