παιδαρέλι

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526

Greek Monolingual

το
(με περιφρονητική σημ.) παιδάριο, παιδάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παιδί + υποκορ. κατάλ. -αρέλι (πρβλ. ποδαρέλι)].