παιπαλώ

From LSJ

οὑδείς ἐλεύθερος ἐαυτοῦ μή κρατῶν → no one is free if he cannot command himself

Source

Greek Monolingual

παιπαλῶ, -άω (Α) παιπάλη
είμαι επιτήδειος στις δολιότητες και τις πανουργίες, είμαι πανούργος.