παιωνίς

From LSJ

Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.

Source

German (Pape)

[Seite 444] ίδος, ἡ, fem. zum Vorigen, τέχνη, Arzneikunst, Sp., wie S. Emp. adv. gramm. 51. So heißen auch die Nymphen, Orph. H. 50, 14.

Russian (Dvoretsky)

παιωνίς: ίδος (ῐδ) adj. f исцеляющая, целительная (χείρ Anth.; τέχνη Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

παιωνίς: -ίδος, = τῷ προηγ., Σέξτ. Ἐμπειρ. σ. 226, 31.

Greek Monolingual

παιωνίς, ἡ (Α)
(ανώμ. τ.) βλ. παιώνιος.